Το 1802 δημοσιεύτηκαν τα «Γράμματα από τη Γενεύη» του Σεν Σιμόν, το 1808 εκδόθηκε το πρώτο μεγάλο έργο του Φουριέ, αν και οι βάσεις της θεωρίας του χρονολογούνται ήδη από το 1799. Την 1η Γενάρη 1800 ο Ρόμπερτ Όουεν ανέλαβε τη διεύθυνση του Νιου Λάναρκ.3 Την εποχή εκείνη, όμως, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και μαζί μ' αυτόν και η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο ήταν ακόμη πολύ λίγο αναπτυγμένα. Η μεγάλη βιομηχανία, που τότε μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της στην Αγγλία, ήταν ακόμη άγνωστη στη Γαλλία.
Αφʼενός, όμως, μόνο η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία αναπτύσσει τις συγκρούσεις που κάνουν αναπόφευκτη ανάγκη την ανατροπή του τρόπου παραγωγής, την κατάργηση του καπιταλιστικού του χαρακτηρα, συγκρούσεις όχι μονάχα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, μα και ανάμεσα στις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις και τις μορφές συναλλαγής που τις συνοδεύουν. Αφʼετέρου, μόνο μέσα σʼ αυτές τις γιγάντιες παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται τα μέσα για να δοθούν λύσεις στις συγκρούσεις αυτές.
Αν, λοιπόν, γύρω στα 1800, άρχισαν να αναπτύσσονται οι συγκρούσεις που οφείλονταν στο καινούργιο κοινωνικό καθεστώς, αυτό ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό με τα μέσα για το ξεπέρασμά τους. Στην περίοδο της Τρομοκρατίας, οι ακτήμονες μάζες του Παρισιού μπόρεσαν να κατακτήσουν για μια στιγμή την ηγεμονία και να οδηγήσουν έτσι την αστική Επανάσταση στη νίκη ενάντια στην ίδια την αστική τάξη. Όμως, μʼαυτή τους την πράξη, απέδειξαν πόσο αδύνατο ήταν να διατηρηθεί η εξουσία αυτή στις τότε συνθήκες. Το προλεταριάτο, που τότε μόνο άρχιζε να ξεχωρίζει από τις μάζες αυτές σαν ο κορμός μιας καινούργιας τάξης, ολότελα ανίκανο ακόμα για ανεξάρτητη πολιτική δράση, παρουσιαζόταν σαν καταπιεζόμενη και βασανισμένη τάξη, που λόγω της αδυναμίας της να βοηθήσει η ίδια τον εαυτό της, μπορούσε το πολύ-πολύ να δεχτεί βοήθεια απ' έξω, από τα πάνω.
Η ιστορική αυτή κατάσταση καθόριζε και τους ιδρυτές του σοσιαλισμού. Στην ανωριμότητα της καπιταλιστικής παραγωγής, στην ανωριμότητα των τάξεων, αντιστοιχούσαν ανώριμες θεωρίες. Η λύση των κοινωνικών προβλημάτων, που βρισκόταν ακόμα κρυμμένη στις υπανάπτυκτες οικονομικές σχέσεις, έπρεπε να ξεπηδήσει από το ανθρώπινο μυαλό. Η κοινωνία παρουσιάζει μόνο καταχρήσεις. Η εξάλειψή τους ήταν καθήκον της λογικής. Για το σκοπό αυτό, χρειαζόταν να εφευρεθεί ένα καινούργιο, τελειότερο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, που να επιβληθεί απ' έξω στην κοινωνία, με την προπαγάνδα και, όπου ήταν δυνατό, με το παράδειγμα, με πειραματικά μοντέλα. Τα καινούργια αυτά κοινωνικά συστήματα ήταν από τα πριν καταδικασμένα να παραμείνουν ουτοπίες. Όσο περισσότερο επεξεργάζονταν τις λεπτομέρειές τους, τόσο περισσότερο χάνονταν σε καθαρές φαντασιοπληξίες.
Μια που το διαπιστώσαμε αυτό, δεν θα μείνουμε ούτε στιγμή περισσότερο στην άποψη αυτή, που πια ανήκει ολότελα στο παρελθόν. Ας σκαλίζουν οι ψιλικατζήδες των βιβλίων τις φαντασιοπληξίες αυτές, που σήμερα είναι απλά διασκεδαστικές. Ας τους αφήσουμε να εκθειάζουν την ανωτερότητα του δικού τους πνεύματος μπροστά σε τέτοιου είδους «παλαβομάρες». Εμείς προτιμάμε να χαιρόμαστε με τα σπέρματα αυτά από εμπνευσμένες σκέψεις, σκέψεις που προβάλλουν παντού μέσα από το φανταστικό τους κάλυμμα και που, γι' αυτές, οι φιλισταίοι αυτού του είδους είναι τυφλοί.
Ο Σεν Σιμόν υπήρξε παιδί της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν ήταν ούτε τριάντα ετών όταν αυτή ξέσπασε. Η Επανάσταση ήταν η νίκη της τρίτης τάξης, δηλαδή της μεγάλης μάζας του έθνους, που ήταν οικονομικά ενεργή στην παραγωγή και το εμπόριο, ενάντια στις προνομιούχες ως τότε αργόσχολες τάξεις, τους ευγενείς και τον κλήρο. Μα η νίκη της τρίτης τάξης αποδείχτηκε σύντομα αποκλειστική νίκη μιας μικρής μερίδας αυτής της τάξης, σαν κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το κοινωνικά προνομιούχο στρώμα της, την αστική τάξη που είναι κάτοχος ιδιοκτησίας. Και μάλιστα, την αστική αυτή τάξη που είχε αναπτυχθεί πολύ γρήγορα στη διάρκεια ακόμα της Επανάστασης, μέσω της κερδοσκοπίας πάνω στα κτήματα των ευγενών και του κλήρου, που κατασχέθηκαν και ύστερα πουλήθηκαν, καθώς και από την εξαπάτηση του έθνους με τα συμβόλαια προμηθειών του στρατού. Ήταν ακριβώς η κυριαρχία αυτών των απατεώνων τον καιρό του Διευθυντηρίου, που οδήγησε τη Γαλλία και την Επανάσταση στο χείλος της καταστροφής κι έδωσε, έτσι, στο Ναπολέοντα το πρόσχημα για το πραξικόπημά του.
Γιʼαυτό, στο μυαλό του Σεν Σιμόν, η αντίθεση ανάμεσα στην τρίτη τάξη και τα προνομιούχα στρώματα πήρε τη μορφή αντίθεσης ανάμεσα σε «εργάτες» και «αργόσχολους». Αργόσχολοι δεν ήταν μόνο οι παλιοί προνομιούχοι, μα και όλοι όσοι ζούσαν από τα εισοδήματά τους, χωρίς να παίρνουν μέρος στην παραγωγή και τη διανομή. Και «εργάτες» δεν ήταν μόνο οι μισθωτοί εργάτες, μα ακόμη και οι εργοστασιάρχες, οι έμποροι, οι τραπεζίτες. Το ότι οι αργόσχολοι είχαν χάσει κάθε ικανότητα πνευματικής ηγεσίας και πολιτικής κυριαρχίας, επιβεβαιώθηκε και θεσμοθετήθηκε οριστικά από την Επανάσταση.
Το γεγονός ότι οι μη κατέχουσες τάξεις δεν είχαν την ικανότητα αυτή, φαινόταν στον Σεν-Σιμόν πως είχε αποδειχθεί από την εμπειρία της περιόδου της Τρομοκρατίας. Μα ποιός έπρεπε τότε να ηγείται και να διευθύνει; Κατά τον Σεν-Σιμόν, ήταν η επιστήμη και η βιομηχανία, ενωμένες από έναν καινούργιο θρησκευτικό δεσμό, προορισμένο να αποκαταστήσει την ενότητα στις θρησκευτικές αντιλήψεις, μια ενότητα που είχε διαρραγεί από την εποχή της Μεταρρύθμισης - ένας «νέος Χριστιανισμός», αναγκαστικά μυστικιστικός και αυστηρά ιεραρχικός.
Όμως την επιστήμη αποτελούσαν οι σπουδασμένοι και τη βιομηχανία, κατά πρώτο λόγο, οι δραστήριοι αστοί εργοστασιάρχες, έμποροι, τραπεζίτες. Οι αστοί αυτοί έπρεπε βέβαια να μετατραπούν σε ένα είδος δημόσιων λειτουργών, έμπιστων της κοινωνίας, που θα διατηρούσαν ωστόσο απέναντι στους εργάτες μια διευθυντική και με οικονομικά προνόμια θέση. Ιδιαίτερα οι τραπεζίτες θα έπρεπε να κατευθύνουν, με τη ρύθμιση των πιστώσεων, το σύνολο της κοινωνικής παραγωγής. Η αντίληψη αυτή ανταποκρινόταν απόλυτα σε μια εποχή, στην οποία μόλις άρχιζαν στη Γαλλία να γεννιούνται η μεγάλη βιομηχανία και μαζί μ' αυτήν η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Μα αυτό που ο Σεν-Σιμόν τονίζει ιδιαίτερα είναι το εξής: παντού και πάντοτε εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλα είναι η τύχη «της πιο πολυάριθμης και πιο φτωχής τάξης».
Ήδη στα «Γράμματα από τη Γενεύη», οΣεν-Σιμόν διατυπώνει την αρχή πως «όλοι οι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται». Στο ίδιο σύγγραμμα αναγνωρίζει πως η Τρομοκρατία στη Γαλλία αποτέλεσε την περίοδο της κυριαρχίας των ακτημόνων μαζών. «Κοιτάξτε» λέει, «τι έγινε στη Γαλλία τον καιρό που κυριαρχούσαν εκεί οι σύντροφοί σας, έφεραν την πείνα».4
Το να αντιληφθείς, όμως, πως η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε ταξική αντιπαράθεση, όχι μόνο ανάμεσα στους ευγενείς και την αστική τάξη, μα και ανάμεσα στους ευγενείς, τους αστούς και τους μη κατέχοντες, αποτελούσε για το 1802 μια ανακάλυψη από τις πιο μεγαλοφυείς. Το 1816 ο Σεν-Σιμόν διακηρύσσει πως η πολιτική είναι η επιστήμη της παραγωγής και προλέγει την ολοκληρωτική απορρόφηση της πολιτικής από την οικονομία.5 Αν και η ιδέα πως η οικονομική κατάσταση αποτελεί τη βάση για τους πολιτικούς θεσμούς,παρουσιάζεται εδώ εν σπέρματι μόνο, αυτό που πολύ καθαρά διατυπώνεται, είναι η μετάβαση από την πολιτική κυβέρνηση των ανθρώπων στη διαχείριση πραγμάτων και τη διεύθυνση των παραγωγικών λειτουργιών - κατά συνέπεια η «κατάργηση του κράτους», για την οποία τόσος θόρυβος έγινε τώρα τελευταία.
Με την ίδια υπεροχή σε σχέση με τους συγχρόνους του, ο Σεν-Σιμόν διακηρύσσει το 1814, αμέσως μετά την είσοδο των συμμάχων στο Παρίσι, κι ακόμη το 1815, στο διάστημα του πολέμου των Εκατό Ημερών, τη συμμαχία ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία και, σε δεύτερη γραμμή, των δύο αυτών χωρών με τη Γερμανία, σαν τη μοναδική εγγύηση για την ευδόκιμη ανάπτυξη και την ειρήνη στην Ευρώπη. 6 Χρειαζόταν πραγματικά θάρρος, όσο και πνευματική οξυδέρκεια, για να κηρύξει κανείς στους Γάλλους του 1815 συμμαχία με τους νικητές του Βατερλώ.
Αν στον Σεν-Σιμόν βρίσκουμε μια γεμάτη μεγαλοφυία ευρύτητα αντίληψης, που περιέχει σε εμβρυακή μορφή όλες σχεδόν τις μη αυστηρά οικονομικές ιδέες των μετέπειτα σοσιαλιστών, στον Φουριέ ανακαλύπτουμε μια κριτική των σημερινών κοινωνικών συνθηκών που, αν και διατυπώθηκε με ένα πνεύμα ολότελα γαλλικό, δεν υπολείπεται καθόλου σε βάθος. Ο Φουριέ πιάνεται από τα λόγια της αστικής τάξης, από τους γεμάτους ενθουσιασμό προφήτες της πριν την Επανάσταση, και τους συμφεροντολόγους κόλακές της ύστερα. Ξεσκεπάζει αμείλικτα την υλική και ηθική αθλιότητα του αστικού κόσμου. Την αντιπαραθέτει τόσο στις φανταχτερές υποσχέσεις των φιλοσόφων του Διαφωτισμού για μια κοινωνία όπου θα βασίλευε μόνο η λογική, για έναν πολιτισμό που θα έφερνε την παγκόσμια ευτυχία, για μια απεριόριστη πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα, όσο και για τα όμορφα χρωματισμένα λόγια των συγχρόνων του αστών ιδεολόγων. Αποκαλύπτει πως παντού η πιο αξιοθρήνητη πραγματικότητα αντιστοιχεί στην πιο πομπώδη φρασεολογία και ειρωνεύεται όλο αυτό το φιάσκο με φοβερό σαρκασμό.
Ο Φουριέ δεν είναι μόνο κριτικός, η παντοτινά χαρούμενη φύση του τον κάνει σατιρικό, και μάλιστα έναν από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Περιγράφει αριστοτεχνικά και μαζί διασκεδαστικά την απίστευτη κερδοσκοπία, που άνθισε στο τέλος της Επανάστασης, παράλληλα με το γενικά ψιλικατζίδικο πνεύμα που χαρακτήριζε το γαλλικό εμπόριο της εποχής αυτής. Πιο αριστοτεχνική ακόμα είναι η κριτική του για τη μορφή που έδωσε η αστική τάξη στις σεξουαλικές σχέσεις και τη θέση της γυναίκας στην αστική κοινωνία. Είναι ο πρώτος που αποφαίνεται πως, σε μια δεδομένη κοινωνία, ο βαθμός χειραφέτησης της γυναίκας αποτελεί το φυσικό μέτρο της γενικής χειραφέτησης αυτής της κοινωνίας.7
Μα εκεί που αποδεικνύεται το μεγαλείο του, είναι στην αντίληψή του για την εξέλιξη της κοινωνίας. Χωρίζει ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία σε τέσσερις φάσεις εξέλιξης: άγρια κατάσταση, πατριαρχία, βαρβαρότητα και πολιτισμός, τον οποίον ταυτίζει με αυτό που ονομάζουμε σήμερα αστική κοινωνία, δηλαδή με το κοινωνικό καθεστώς που εγκαινιάζεται το 16ο αιώνα.8 Αποδεικνύει πως «το πολιτισμένο καθεστώς προσδίδει περίπλοκη, ασαφή και διφορούμενη μορφή σε κάθε κακό που επί βαρβαρότητας κυριαρχούσε με απλοϊκό τρόπο». Πως ο πολιτισμός κινείται σʼ ένα «φαύλο κύκλο», μέσα σε αντιφάσεις που τις αναπαράγει αδιάκοπα, χωρίς να μπορεί να τις ξεπεράσει, έτσι ώστε πετυχαίνει συνεχώς το αντίθετο απ' αυτό που θέλει ή που προσποιείται ότι θέλει να πετύχει. Έτσι λ.χ. «στον πολιτισμό, τη φτώχεια τη γεννά η ίδια η αφθονία».9
Ο Φουριέ, όπως βλέπουμε, χειρίζεται τη διαλεκτική με την ίδια μαεστρία όπως και ο σύγχρονός του Χέγκελ. Με την ίδια διαλεκτική δείχνει πως, αντίθετα από τη φιλολογία για τις απεριόριστες δυνατότητες τελειοποίησης του ανθρώπου, κάθε ιστορική περίοδος διακρίνεται στη φάση της ανόδου και στη φάση της παρακμής, και εφαρμόζει τον τρόπο αυτό αντίληψης και στις προοπτικές της ανθρωπότητας στο σύνολό της.10 Όπως ο Κάντ εγκαινίασε στη φυσική επιστήμη την ιδέα περί τελικής καταστροφής της γης, έτσι και ο Φουριέ εισήγαγε στη μελέτη της ιστορίας τη μελλοντική καταστροφή της ανθρωπότητας.
Ενώ στη Γαλλία η καταιγίδα της Επανάστασης σάρωνε τη χώρα, στην Αγγλία συνέβαινε μια πιο αθόρυβη, όχι όμως λιγότερο ισχυρή, εξέγερση. Ο ατμός και οι καινούργιες μηχανικές εγκαταστάσεις μεταμόρφωναν τη χειροτεχνία σε σύγχρονη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας και επαναστατικοποιούσαν έτσι ολόκληρη τη βάση της αστικής κοινωνίας. Ο νωθρός ρυθμός ανάπτυξης της εποχής της μανιφακτούρας μετατράπηκε κυριολεκτικά σε μια περίοδο καταιγιστικής έντασης στην παραγωγή. Με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα επήλθε ο χωρισμός της κοινωνίας σε μεγάλους καπιταλιστές και μη κατέχοντες προλετάριους και, στη μέση, τη θέση της σταθερής μεσαίας τάξης του παλιού καιρού καταλαμβάνει μια ασταθής μάζα από βιοτέχνες και μικρεμπόρους με αβέβαιη ύπαρξη, που επανδρώνεται από το πιο ρευστό μέρος του πληθυσμού.
Ο νέος τρόπος παραγωγής δεν ήταν ακόμα παρά στην αρχή της ανόδου του. Ήταν ακόμα ο φυσιολογικός τρόπος παραγωγής - ο μόνος εφικτός στις συνθήκες αυτές. Εντούτοις, προκαλούσε ήδη χτυπητές κοινωνικές ανωμαλίες: συνωστισμό του ξεριζωμένου πληθυσμού στις χειρότερες συνοικίες των μεγάλων πόλεων, διάλυση όλων των πατροπαράδοτων δεσμών καταγωγής, της πατριαρχικής εξάρτησης, της οικογένειας, προκαλούσε υπερεργασία, ιδιαίτερα στις γυναίκες και τα παιδιά σε τρομακτική κλίμακα, μαζική εξαχρείωση της εργατικής τάξης που βρέθηκε ξαφνικά σε ολότελα καινούργιες συνθήκες, περνώντας από την ύπαιθρο στην πόλη, από τη γεωργία στη βιομηχανία, από σταθερές σε αβέβαιες συνθήκες, που μεταβάλλονταν κάθε μέρα.
Και τότε παρουσιάστηκε σαν μεταρρυθμιστής, ένας εικοσιεννιάχρονος εργοστασιάρχης, ένας άνθρωπος με παιδική απλότητα στο χαρακτήρα, απλότητα που έφτανε ως το μεγαλείο και, ταυτόχρονα, ένας από τους λίγους ηγέτες που έχουμε δει. Ο Ρόμπερτ Όουεν είχε αφομοιώσει τη διδασκαλία των υλιστών φιλοσόφων του Διαφωτισμού, ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποτελεί προϊόν από τη μια μεριά της κατάστασης που κληρονόμησε, και από την άλλη μεριά των περιστατικών που ο ίδιος έζησε, ιδιαίτερα στη διάρκεια της περιόδου της νεότητάς του.
Στη βιομηχανική επανάσταση οι περισσότεροι άνθρωποι της τάξης του έβλεπαν μόνο χάος και σύγχυση, καθώς και τη δυνατότητα να ψαρεύουν στα θολά νερά για να πλουτίσουν γρήγορα. Ο Οουεν, όμως, είδε σ' αυτήν την ευκαιρία να κάνει πράξη τις αγαπημένες του θεωρίες και να φέρει έτσι τάξη στο χάος. Το είχε ήδη δοκιμάσει με επιτυχία στο Μάντσεστερ, σαν διευθυντής ενός εργοστασίου με πεντακόσιους εργάτες. Από το 1800 ως το 1829 διεύθυνε το μεγάλο κλωστήριο βαμβακιού στο Νιου Λάναρκ στη Σκωτία, σαν διευθυντής μέτοχος, με το ίδιο πνεύμα, μα με μεγαλύτερη ελευθερία δράσης και με μια επιτυχία, που του χάρισε πανευρωπαϊκή φήμη. Ενας πληθυσμός που σιγά-σιγά έφτασε ως τις 2.500 ψυχές και που αρχικά τον αποτελούσαν τα πιο αποκλίνοντα και στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ διεφθαρμένα στοιχεία, μετατράπηκε σε τέλεια υποδειγματική αποικία, όπου το μεθύσι, η αστυνομία, η ποινική δικαιοσύνη, οι δίκες, η δημόσια πρόνοια και η ανάγκη της φιλανθρωπίας ήταν άγνωστα.
Και τα κατόρθωσε αυτά, απλούστατα βάζοντας τους ανθρώπους σε συνθήκες πιο αντάξιες για τον άνθρωπο και, πρώτα απʼόλα, ανατρέφοντας τη νέα γενιά με ιδιαίτερη φροντίδα. Ήταν ο εφευρέτης των νηπιαγωγείων και ο πρώτος που τα εγκαινίασε στο Νιου Λάναρκ. Από την ηλικία των δύο χρόνων, τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, όπου περνούσαν τόσο καλά, που δύσκολα τα ξανάφερναν σπίτι. Ενώ οι ανταγωνιστές του έβαζαν τους εργάτες τους να εργάζονται 13 και 14 ώρες τη μέρα, στο Νιου Λάναρκ εργάζονταν μόνο 10,5 ώρες. Όταν μια κρίση στα βαμβάκια έκλεισε το εργοστάσιό του για τέσσερις μήνες, οι άνεργοι εργάτες εξακολουθούσαν να παίρνουν ολόκληρο το μισθό τους. Αυτό δεν εμπόδισε την επιχείρηση να διπλασιάσει την αξία της και να δίνει ως το τέλος μεγάλα κέρδη στους ιδιοκτήτες.
Παρʼ όλʼ αυτά, ο Όουεν δεν ήταν ευχαριστημένος. Η ζωή που είχε επινοήσει για τους εργάτες του απείχε πολύ, κατά τη γνώμη του, από αυτό που θεωρούσε αντάξιο για τον άνθρωπο. «Οι άνθρωποι είναι σκλάβοι στο έλεός μου». Οι σχετικά ευνοϊκές συνθήκες που τους είχε εξασφαλίσει, απείχαν πολύ ακόμη από το να επιτρέπουν μια ολόπλευρη και λογική ανάπτυξη του χαρακτήρα και του μυαλού και ακόμα περισσότερο μια ελεύθερη ζωτική δραστηριότητα.
«Κι όμως, το εργαζόμενο τμήμα από αυτά τα 7.500 πρόσωπα παρήγε τόσο μεγάλη ποσότητα πραγματικού πλούτου για την κοινωνία, όσο μόλις μισό αιώνα πριν θα απαιτούσε την εργασία ενός πληθυσμού από 600.000 άτομα. Αναρωτήθηκα: τί γίνεται η διαφορά ανάμεσα στον πλούτο που καταναλώνουν 2.500 πρόσωπα και στον πλούτο που θα κατανάλωναν τα 600.000 πρόσωπα;».11
Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη. Η διαφορά χρησίμευε για να εξασφαλίσει στους ιδιοκτήτες της επιχείρησης 5% τόκο για το επενδεδυμένο κεφάλαιο και ένα επιπλέον κέρδος που έφτανε τις
300.000 λίρες. Και αυτό που ίσχυε για το Νιου Λάναρκ, ίσχυε σε μεγαλύτερο βαθμό για όλα τα εργοστάσια της Αγγλίας.
«Αν αυτός ο νέος πλούτος δεν παραγόταν από μηχανές, ... οι πόλεμοι... κατά του Ναπολέοντα και για τη διατήρηση των αριστοκρατικών αρχών της κοινωνίας, δε θα μπορούσαν να συντηρηθούν. Κι όμως, αυτή η καινούργια δύναμη ήταν δημιούργημα της εργατικής τάξης».12
Γι' αυτό, σ' αυτήν ανήκουν και οι καρποί. Οι νεαρές και ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις, που ως τώρα χρησίμευαν μόνο για να κάνουν μερικούς ιδιώτες πλούσιους και να υποδουλώνουν τις μάζες, πρόσφεραν στον Όουεν τα θεμέλια για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας και προορίζονταν, σαν κοινή ιδιοκτησία όλων, να λειτουργούν για την κοινή ευημερία όλων.
Μ' αυτή την καθαρά επιχειρηματική λογική, σαν προϊόν ας πούμε ενός εμπορικού υπολογισμού, γεννήθηκε ο κομμουνισμός του Όουεν. Από τότε διατηρεί πάντοτε τον ίδιο πρακτικό χαρακτήρα. Έτσι, όταν οΌουεν πρότεινε στα 1823 να θεραπεύσει με κομμουνιστικές αποικίες την πείνα στην Ιρλανδία, πρόσθεσε στο σχέδιό του έναν ολόκληρο προϋπολογισμό για τα έξοδα εγκατάστασης, τα ετήσια έξοδα και τα προβλεπόμενα έσοδα.13 Με την ίδια λογική, στο οριστικό του σχέδιο για το μέλλον επεξεργάστηκε τις τεχνικές λεπτομέρειες από κάθε οπτική μεριά και με τέτοια ικανότητα, που αν ποτέ γινόταν δεκτή η πρόταση του Όουεν για την κοινωνική μεταρρύθμιση, πολύ λίγα πράγματα θα μπορούσαν να ειπωθούν ενάντια στις λεπτομέρειες της οργάνωσης, ακόμα και από καθαρά τεχνική άποψη.
Το πέρασμα στο στόχο του κομμουνισμού ήταν το σημείο καμπής στη ζωή του Όουεν. Όσο καιρό περιοριζόταν στο ρόλο του φιλάνθρωπου, μάζευε μονάχα πλούτη, επιδοκιμασίες, τιμές και δόξα. Ήταν ο πιο δημοφιλής άνθρωπος στην Ευρώπη. Τον άκουγαν με επιδοκιμασία όχι μόνο οι συνάδελφοί του, μα και πολιτικοί και πρίγκιπες. Όταν, όμως, παρουσίασε τις κομμουνιστικές του θεωρίες, όλα άλλαξαν. Τρία μεγάλα εμπόδια, κατά τη γνώμη του, ήταν αυτά που έφραζαν το δρόμο για την κοινωνική μεταρρύθμιση: η ατομική ιδιοκτησία, η θρησκεία και η σύγχρονη μορφή του γάμου.
Ήξερε τι τον περίμενε αν τα έβαζε μαζί τους - γενικός εξοστρακισμός από την επίσημη κοινωνία, ολοκληρωτική απώλεια της κοινωνικής του θέσης. Μα αυτό δεν τον εμπόδισε να συγκρουστεί μαζί τους, χωρίς φόβο για τις συνέπειες. Και έγινε αυτό που πρόβλεψε. Αποκλεισμένος από την επίσημη κοινωνία, καταδικασμένος στη συνωμοσία της σιωπής από τον τύπο, οικονομικά κατεστραμμένος από τα αποτυχημένα κομμουνιστικά πειράματά του στην Αμερική, πειράματα που θυσίασε γι' αυτά ολόκληρη την περιουσία του, στράφηκε άμεσα στην εργατική τάξη και εξακολούθησε να δρα μέσα στους κύκλους της για τριάντα ακόμη χρόνια. Όλα τα κοινωνικά κινήματα, όλες οι πραγματικές πρόοδοι που έγιναν στην Αγγλία προς το συμφέρον των εργατών συνδέονται με το όνομα του Όουεν. Έτσι, το 1819, ύστερα από πέντε χρόνων προσπάθειες, πέτυχε να ψηφιστεί ο πρώτος νόμος που περιόριζε την εργασία των γυναικών και των παιδιών στα εργοστάσια. 14 Ήταν προεδρείο στο πρώτο συνέδριο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κατά το οποίο όλα τα συνδικάτα της Αγγλίας ενώθηκαν σε μια μεγάλη συνδικαλιστική συνομοσπονδία.15
Εισήγαγε σαν μεταβατικό μέτρο, με απώτερο στόχο την ολοκληρωτικά κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας, κατʼαρχήν τους συνεταιρισμούς (καταναλωτών και παραγωγών), οι οποίοι αν μη τι άλλο απέδειξαν πρακτικά πως τόσο ο έμπορος, όσο και ο εργοστασιάρχης είναι πρόσωπα περιττά. Επίσης διοργάνωσε το θεσμό των αγορών εργασίας, στο πλαίσιο των οποίων τα προϊόντα της εργασίας ανταλλάσσονταν με τη βοήθεια ενός χαρτονομίσματος, που για μονάδα του είχε την εργατοώρα. Τα ιδρύματα αυτά, που ήταν αναγκαστικά καταδικασμένα σε αποτυχία, ήταν πραγματικοί πρόδρομοι της «Τράπεζας Ανταλλαγών», που ίδρυσε αρκετά αργότερα ο Προυντόν και διέφεραν από αυτή, μόνο στο ότι δεν διεκδικούσαν ότι αποτελούν την πανάκεια για κάθε κοινωνικό πρόβλημα, αλλά απλώς το πρώτο βήμα προς έναν πολύ πιο ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.16
Ο τρόπος που έβλεπαν τα πράγματα οι Ουτοπιστές επικράτησε για πολύ καιρό στις σοσιαλιστικές αντιλήψεις του 19ου αιώνα και εξακολουθεί εν μέρει να τις επηρεάζει και σήμερα. Δεν πάει πολύς καιρός που όλοι οι Γάλλοι και Άγγλοι σοσιαλιστές όφειλαν να αποτίουν φόρο τιμής σʼαυτόν. Ο πρώιμος Γερμανικός κομμουνισμός, συμπεριλαμβανόμενου του Βάιτλιγκ, ανήκει σʼαυτή την παράδοση. Ο σοσιαλισμός για όλους αυτούς είναι η εκδήλωση της αλήθειας, της λογικής και της απόλυτης δικαιοσύνης και αρκεί μόνο να τον ανακαλύψουμε, για να κατακτήσει τον κόσμο χάρη στη δύναμή του. Και καθώς η απόλυτη αλήθεια είναι ανεξάρτητη από το χρόνο, τον τόπο και την ιστορική εξέλιξη των ανθρώπων, η χρονολογία και ο τόπος που θα γίνει η ανακάλυψη αυτή είναι ένα εντελώς τυχαίο γεγονός.
Ωστόσο, η αλήθεια, η λογική και η απόλυτη δικαιοσύνη είναι διαφορετικά πράγματα για τον ιδρυτή της κάθε διαφορετικής σχολής. Κι επειδή οι διαφορετικές αυτές εκδοχές της αλήθειας, της λογικής και της απόλυτης δικαιοσύνης εξαρτώνται από την υποκειμενική κρίση του καθένα, από τις συνθήκες της ζωής του, από το σημείο που φτάνουν οι γνώσεις του, καθώς και από τη διαμόρφωση της σκέψης του, η μοναδική δυνατή λύση σʼαυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στις απόλυτες αλήθειες είναι να αναμειχθούν όλες μαζί στον ίδιο μύλο. Από όλα αυτά δεν μπόρεσε να βγει τίποτε άλλο, παρά ένα είδος μέσου εκλεκτικού σοσιαλισμού, σαν κι αυτόν που ουσιαστικά επικρατεί ακόμη και σήμερα στα κεφάλια των περισσότερων σοσιαλιστών εργατών στη Γαλλία και την Αγγλία: ένα μίγμα από τις πιο πολλαπλές αποχρώσεις, παρμένες από εκείνες τις κριτικές ερμηνείες, οικονομικές θέσεις και εικόνες μιας μελλοντικής κοινωνίας, όπως τις διατυπώνουν οι ιδρυτές των διάφορων αιρέσεων. Και μάλιστα, ένα μίγμα που παράγεται τόσο πιο εύκολα, όσο περισσότερο οι διατυπώσεις των συστατικών του απόψεων έχουν αμβλυνθεί μέσα στην αντιπαράθεση, όπως τα χαλίκια ενός ρέματος. Για να γίνει ο σοσιαλισμός επιστήμη, θα πρέπει πρώτα να τοποθετηθεί πάνω σε πραγματικά θεμέλια.
Σημειώσεις:
3. Lettres dʼ un habitant de Gen ve ses contemporains (Γράμματα ενός κατοίκου της Γενεύης προς τους συγχρόνους του): είναι το πρώτο έργο του Saint-Simon. Γράφτηκε το 1802 στη Γενεύη και δημοσιεύτηκε ανώνυμα στο Παρίσι το 1803.Το πρώτο σημαντικό έργο του Charles Fourier ήταν το Th orie des quatre mouvements et des destin es g n rales, που γράφτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και δημοσιεύτηκε ανώνυμα στη Λυών το 1808.Το New Lanark – ένα εργοστάσιο βαμβακιού που περιλάμβανε έναν εποικισμό εργατών στη Σκωτία – ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του1780.
4. "Lettres dʼ un habitant de Gen ve ses contemporains", στο Oeuvres de Claude-Henri de Saint-Simon, Editions Anthropos, Paris 1966, τ.Ι, βιβλίο Ι, σελ. 41-2, 55.
5. Το όγδοο γράμμα της σειράς "Lettres de Henri Saint-Simon un Am ricain", ο.π., Τόμος Ι, Βιβλίο ΙΙ, σελ. 186.
6. Ο Ένγκελς αναφέρεται στις δύο παμφλέτες που γράφτηκαν από τους Saint-Simon και A. Thierry: "De la r organization de la soci t Europ enne…" και "Opinion sur les mesures prendre contre la coalition de 1815". Ο.π., Τόμος Ι, Βιβλίο Ι, σελ. 153-218 και Τόμος VI, σελ. 353-79.
7. Βλέπε τη δήλωση του Fourier στο πρώτο του βιβλίο Th orie des quatre mouvements: «Σαν γενική αρχή, η κοινωνική πρόοδος και οι αλλαγές που σημειώνονται σε μια συγκεκριμένη περίοδο οφείλονται στην πρόοδο της γυναικείας απελευθέρωσης, και η παρακμή του κοινωνικού συστήματος οφείλεται στην υποχώρηση των δικαιωμάτων των γυναικών».
Από αυτή τη θέση, διαμορφώνει το ακόλουθο συμπέρασμα: «Η επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών είναι βασική προϋπόθεση κάθε κοινωνικής προόδου» (Fourier, Textes Choisis, ed.: F. Armand, Editions Sociales, Paris1953, σελ. 124).
8. Ο.π., σελ. 64-5, 70.
9. Ο.π., σελ. 95, 105. Για το «φαύλο κύκλο» του πολιτισμού, βλέπε σελ. 104, 129-30.
10. Ο.π., σελ. 66-7.
11. Βλέπε AL Morton, The Life and Ideas of Robert Owen (Η ζωή και οι ιδέες του Ρόμπερτ Όουεν), London 1962, σελ. 80.
12. Από το "The Revolution in the Mind and Practice of the Human Race", ένα υπόμνημα που απευθύνθηκε προς όλους τους «κόκκινους Ρεπουμπλικάνους, τους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές της Ευρώπης» και στάλθηκε προς την προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλίας, το 1848, καθώς και «προς την Βασίλισσα Βικτωρία και τους υπεύθυνους συμβούλους της».
13. Robert Owen, "Report of the Proceedings at the Several Public Meetings, Held in Dublin… on the 18th March, 12th April, 19th April and 3rd May", Dublin 1823.
14. Ένας Νόμος, που παρουσιάστηκε με πρωτοβουλία του Owen τον Ιούνιο του 1815 και πέρασε με περικοπές από το Κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 1819. Ο Νομος, ρυθμίζοντας την εργασία στα εργοστάσια βαμβακιού, απαγόρευε την εργασία σε παιδιά κάτω των εννιά χρόνων και περιόριζε την εργάσιμη μέρα στις 12 ώρες για άτομα κάτω των 16. Όταν η πρόταση του Owen για έμμισθους ελεγκτές απορρίφθηκε, 0 Νόμος κατέληξε νεκρό γράμμα.
15. Τον Οκτώβρη του 1833, ο Owen οργάνωσε ένα συνέδριο συνεταιρισμών και σωματείων στο Λονδίνο, που κατέληξε στην ίδρυση του Grand National Consolidated Trades Union, το Φλεβάρη του 1834.
16. Οι Εργατικές Αγορές (Equitable Labour Exchange Bazaars) ιδρύθηκαν από εργατικούς συνεταιρισμούς σε διάφορες περιοχές της Αγγλίας. Ο Owen εγκαινίασε την Εργατική Αγορά του Λονδίνου τον Σεπτέμβρη του1832 και διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 1834.Ο Proudhon έκανε μια προσπάθεια να οργανώσει την «Τράπεζα του Λαού» (Banque du Peuple) στο Παρίσι το Γενάρη του 1849. Διατηρήθηκε, στα χαρτιά, για δύο περίπου μήνες.
Απόσπασμα απο το κείμενο του F.Engels Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός (εκδ.Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο)